γαστρεκτομή

γαστρεκτομή
Χειρουργική επέμβαση που αποσκοπεί στην ολική ή μερική αφαίρεση του στομαχιού. Οι δύο βασικοί τύποι γ. είναι η ολική και η ευρεία. Στην πρώτη, που επιχειρείται σε περιπτώσεις καρκίνου, αφαιρείται ολόκληρο το στομάχι, μαζί με τους γειτονικούς λεμφικούς ιστούς, ενώ στη δεύτερη, η οποία αποσκοπεί στη θεραπεία ελκών του στομαχιού ή του δωδεκαδακτύλου που δεν υποχώρησαν με φαρμακευτικές και διαιτητικές μεθόδους, αφαιρούνται ο πυλωρικός σωλήνας, το άντρο και ένα τμήμα ή ολόκληρο το σώμα του στομαχιού. Μετά την ευρεία γ., η συνέχεια του πεπτικού συστήματος εξασφαλίζεται με αναστόμωση του σημείου του γαστρικού κολοβώματος και της νήστιδας (γαστρονηστιδική αναστόμωση) κατά τη μέθοδο Μπίλροθ 1 (Billroth) ή σπανιότερα με αναστόμωση του δωδεκαδακτύλου και του τμήματος του στομαχιού που έχει παραμείνει (γαστροδωδεκαδακτυλοστομία), κατά τη μέθοδο Μπίλροθ 2. Με την ευρεία γ. δεν γίνεται μόνο αφαίρεση του έλκους, αλλά μειώνονται επίσης οι όξινες υπερεκκρίσεις του στομαχιού. Επίσης, η επέμβαση αυτή επιβάλλεται όταν η εξέλιξη του έλκους έχει παρουσιάσει επιπλέον επιπλοκές, εξαιτίας αιμορραγιών ή διάτρησης του στομαχιού. Σε ό,τι αφορά την ολική γ., μπορεί να προκαλέσει μετεγχειρητικές διαταραχές του πεπτικού συστήματος και αναιμία.
* * *
η
ιατρ. κάθε εγχείρηση που περιλαμβάνει αφαίρεση τού στομάχου, σε όλη του την έκταση ή ενός, πολύ ή λίγο, εκτεταμένου τμήματός του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στομάχι — (Ανατ.). Το πρώτο μέρος του ενδοκοιλιακού τμήματος του πεπτικού σωλήνα. Βρίσκεται αμέσως κάτω από το αριστερό μισό του διαφράγματος και συνεχίζεται προς τα πάνω με τον οισοφάγο και προς τα κάτω με το δωδεκαδάκτυλο. Η περιοχή μετάβασης από τον… …   Dictionary of Greek

  • Gastrektomie — Als Gastrektomie (griechisch γαστρεκτομή, vergleiche altgriechisch γαστήρ, gastér und die Ektomie) wird im medizinischen Sprachgebrauch die vollständige Entfernung des Magens bezeichnet. Sie wird in der Regel zur Behandlung des Magenkarzinoms… …   Deutsch Wikipedia

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ντάμπι(ν)γκ — το άκλ. 1. (οικον.) εξαγωγή και πώληση εμπορευμάτων σε ξένες χώρες σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές τού εσωτερικού και τις διεθνείς τιμές ή και κάτω τού κόστους, με σκοπό τον παραμερισμό τών ανταγωνιστών 2. ιατρ. σύνδρομο το οποίο κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • οισοφαγοεντεροστομία — η ιατρ. άμεση ή έμμεση αναστόμωση τού οισοφάγου με το λεπτό ή με το παχύ έντερο ύστερα από ολική γαστρεκτομή ή για παράκαμψη όγκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οισοφάγος + εντεροστομία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”